καταντώ

καταντώ
και κατανταίνω (AM καταντῶ, -άω)
περιέρχομαι σε δυσάρεστη θέση ή κατάσταση, φθάνω σε άσχημο τέλος («κατάντησε να ζητιανεύει»)
νεοελλ.
1. συντελώ ώστε να φθάσει κάποιος σε μια δυσάρεστη θέση ή κατάσταση, οδηγώ σε κατάντια («έτσι τόν κατάντησε το ξερό του το κεφάλι»)
2. μεταβάλλομαι
3. κατορθώνω
4. καθιστώ
μσν.-αρχ.
1. φθάνω σε ένα σημείο, καταλήγω («παρεισελθόντας δ' ἐντὸς τοῡ τείχους... τοῑς ξίφεσιν εἰς τὰ βασίλεια καταντῆσαι», Διόδ.)
2. τελειώνω, καταλήγω («ἐπί τινας λογισμοὺς κατήντησε», Πολ.)
3. καταφεύγω σε κάτι («καταντᾱν ἐπὶ τὴν ἡδονήν», Επίκ.)
αρχ.
1. (για γεγονότα) επέρχομαι, συμβαίνω
2. επανέρχομαι, επιστρέφω
3. κάνω κάποιον να επανέλθει, επαναφέρω («εἰς ἑαυτὸν κατήντησε τὴν ἀρχιερωσύνην», ΠΔ)
4. (για αριθμό) περιορίζομαι, ελαττώνομαι
5. φρ. α) «καταντᾱν εἰς ἑαυτούς» — να αρχίσουν τις μεταξύ τους εχθροπραξίες (Πολ.)
β) «εἰς δοτικὴν κατήντησεν» — συντάσσεται με δοτική.
[ΕΤΥΜΟΛ. < κατ(α)-* + ἀντάω «έρχομαι σε κάποιον, φθάνω μέχρι». Ο τ. κατανταίνω είναι μεταπλασμένος τού καταντῶ, κατά τα ρ. σε -αίνω (πρβλ. θερμαίνω). Το ρ. καταντῶ εμφανίζει, ήδη από την Αρχαία, ποικιλία σημασιών: η σημ. «φθάνω σε κάποιο σημείο, καταλήγω» εξελίχθηκε στη σημ. «περιέρχομαι σε δυσάρεστη θέση», έλαβε δηλ. την έννοια τής μετάπτωσης σε μια χειρότερη κατάσταση, με την οποία χρησιμοποιείται η λ. κατ' εξοχήν στη Νέα Ελληνική].

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Поможем решить контрольную работу

Look at other dictionaries:

  • καταντώ — και καταντάω και κατανταίνω κατάντησα, καταντημένος 1. φτάνω σε κάποιο σημείο, καταλήγω κάπου, περιέρχομαι σε άθλια κατάσταση: Από πλούσιος κατάντησε φτωχός. 2. κάνω κάποιον να καταλήξει κάπου, τον φέρνω σε άθλια κατάσταση: Για ιδές πώς με… …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

  • καταντῶ — καταντάω come down to pres imperat mp 2nd sg καταντάω come down to pres subj act 1st sg (attic epic ionic) καταντάω come down to pres ind act 1st sg (attic epic ionic) καταντάω come down to pres subj act 1st sg (attic epic doric ionic) καταντάω… …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • γιαραντίζω — καταντώ …   Dictionary of Greek

  • αποβαίνω — (AM ἀποβαίνω) 1. καταλήγω, καταντῶ 2. καθίσταμαι, γίνομαι, αποδεικνύομαι αρχ. 1. αποβιβάζομαι 2. φεύγω, αναχωρῶ 3. (για πρόσωπα) καταντῶ, γίνομαι 4. (για ελπίδες) αποτυγχάνω, διαψεύδομαι 5. επιτυγχάνω 6. πραγματοποιοῡμαι, επαληθεύω 7. (μτβ.)… …   Dictionary of Greek

  • καταντίζω — (Μ) καταντώ. [ΕΤΥΜΟΛ. Μεταπλασμένος τ. τοὺ καταντῶ] …   Dictionary of Greek

  • κατανταίνω — (Μ κατανταίνω) καταντώ*. [ΕΤΥΜΟΛ. < καταντώ, κατά τα ρ. σε αίνω (πρβλ. αρρωστώ: αρρωσταίνω, βαστώ: βασταίνω)] …   Dictionary of Greek

  • περιοκέλλω — Α 1. (για πλοίο) εξοκέλλω, πέφτω έξω 2. μτφ. καταντώ, περιπίπτω σε κακή κατάσταση. [ΕΤΥΜΟΛ. < περι * + ὀκέλλω «πέφτω έξω, καταντώ»] …   Dictionary of Greek

  • ανήκω — (Α ἀνήκω) [ήκω] 1. είμαι κτήμα, ιδιοκτησία, εξάρτημα κάποιου 2. έχω σχέση, αναφέρομαι κάπου ή σε κάτι 3. είμαι κατάλληλος, αρμόζω, ταιριάζω αρχ. 1. φθάνω σε ένα σημείο, σε κάποιο ύψος, ανεβαίνω 2. (για πράγματα) καταντώ, καταλήγω κάπου, σημαίνω… …   Dictionary of Greek

  • αντάω — ἀντάω (Α) 1. έρχομαι απέναντι σε κάποιον, συναντώ κάποιον 2. συναντώ κάποιον εχθρικά, έρχομαι σε σύγκρουση 3. φθάνω μέχρι, κατάγομαι από 4. παίρνω μέρος σε κάτι, μετέχω σε κάτι 5. παθαίνω κάτι από κάποιον 6. συντυχαίνω, λαχαίνω. [ΕΤΥΜΟΛ. <… …   Dictionary of Greek

  • ανταίνω — 1. συναντώ 2. μπλέκομαι, συναντώ εμπόδιο, κακό συναπάντημα 3. κατορθώνω. [ΕΤΥΜΟΛ. < αντάω «συναντώ», αναλογικά προς άλλα ρ. σε αίνω (πρβλ. απαντώ απανταίνω, καταντώ κατανταίνω), των οποίων ο ενεστ. μεταπλάστηκε σε αίνω υποχωρητικά από τον… …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”